- βοτανηφάγος
- βοτανηφάγοςherbivorousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βοτανηφάγος — βοτανηφάγος, ον (AM) (Μ και βοτανοφάγος, ον) χορτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοτάνη + φάγος < (θ.) (φαγ , έφαγον (αόρ. β του εσθίω)] … Dictionary of Greek
βοτανηφάγα — βοτανηφάγος herbivorous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανηφάγοι — βοτανηφάγος herbivorous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανηφάγοις — βοτανηφάγος herbivorous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανηφάγων — βοτανηφάγος herbivorous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτάνη — η (AM βοτάνη) 1. χορτάρι, κατάλληλο κυρίως για ζωοτροφή 2. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο μσν. νεοελλ. 1. μαγικό βότανο 2. πυρίτιδα, μπαρούτι αρχ. 1. τόπος βοσκής, λιβάδι 2. αγριόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοτόν. ΠΑΡ. βοτάνι ( ιον), βοτανίζω,… … Dictionary of Greek